-
1 соблюдать
соблюдать τηρώ· \соблюдать чистоту διατηρώ την καθαριότητα* \соблюдать дисциплину τηρώ την πειαρχία* * *соблюда́ть чистоту́ — διατηρώ την καθαριότητα
соблюда́ть дисципли́ну — τηρώ την πειθαρχία
-
2 соблюдать
ρ.δ.μ.1. τηρώ•соблюдать порядок τηρώ την τάξη•
соблюдать диету τηρώ τη δίαιτα•
соблюдать законы τηρώ τους νόμους•
соблюдать приличия τηρώ τους κανόνες καλής συμπεριφοράς (ευπρέπειας).
2. φυλάγω• προστατεύω•соблюдать достоинство κρατώ την αξιοπρέπεια•
соблюдать интересы государства προστατεύω τα συμφέροντα του κράτους.
3. παλ. επιβλέπω, επιτηρώ• προσέχω, φροντίζω, μεριμνώ.1. τηρούμαι.2. φυλάγομαι.3. επιβλέπομαι, επιτηρούμαι. -
3 соблюдать
соблю||да́тьнесов τηρώ:\соблюдать закон τηρώ τό νόμο· \соблюдать порядок (дисциплину) τηρώ τήν τάξη (τήν πειθαρχία)· \соблюдать диету κάνω δίαιτα. -
4 соблюдать
1. (строго придерживаться чего-л.) τηρώ 2. (блюсти) φυλά(γ)ω, φυλάσσω, προστατεύω, κρατώ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > соблюдать
-
5 соблюдать
[σαμπλγιουντάτ'] ρ. τηρώ -
6 соблюдать
[σαμπλγιουντάτ'] ρ τηρώ -
7 хранить
хранитьнесов1. (где-л.) φυλάγω, διατηρώ:\хранить деньги в сберкассе φυλάγω τά χρήματα στό ταμιευτήριο· \хранить в памяти (в сердце) κρατώ στή μνήμη μου (στήν καρδιά μου)·2. (соблюдать) τηρῶ, κρατώ, φυλάγω:\хранить законы τηρώ τούς νόμους· \хранить обычаи κρατώ τά ἐθιμα· \хранить тайиу φυλάγω ἕνα μυστικό· \хранить в тайне φυλαγω μυστικό· \хранить молчание σωπαίνω, τηρώ σιωπήν ◊ \хранить как зеницу о́ка φυλαγω σάν κόρη ὀφθοιλμοῦ, προσέχω σάν τά μάτια μου. -
8 договор
η συμφωνί/α, το συμβόλαιο, το συμφωνητικό, (между государствами) η συνθήκη- на основе взаимности αμοι-βαία/αμφοτεροβαρής -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > договор
-
9 чиноначалие
-я ουδ.ιεραρχία•соблюдать τηρώ την ιεραρχία.
-
10 дисциплина
дисциплина ж 1) η πειθαρ χία соблюдать \дисциплинау τηρώ την πειθαρχία 2) (учебный предмет ) το μάθημα ο κλά δος (отрасль науки)* * *ж1) η πειθαρχίαсоблюда́ть дисципли́ну — τηρώ την πειθαρχία
2) ( учебный предмет) το μάθημα; ο κλάδος ( отрасль науки) -
11 нейтралитет
нейтралитет м η ουδετερότητα· соблюдать \нейтралитет τηρώ την ουδετερότητα* * *мη ουδετερότηταсоблюда́ть нейтралите́т — τηρώ την ουδετερότητα
-
12 приличие
приличие с η ευπρέπεια, οι καλοί τρόποι· правила \приличиея οι κανόνες ευπρέπειας* соблюдать \приличиея τηρώ τους τύπους* * *сη ευπρέπεια, οι καλοί τρόποιпра́вила прили́чия — οι κανόνες ευπρέπειας
соблюда́ть прили́чия — τηρώ τους τύπους
-
13 правило
пра́вил||ос1. ὁ κανόνας, ὁ κανών:\правилоа вну́треннего распорядка ὁ ἐσωτερικός κανονισμός· \правилоа у́личного движения ὁ κανονισμός τής τροχαίας κινήσεως· грамматические \правилоа οἱ κανόνες τής γραμματικής· по всем \правилоам καθ' ὅλους τους κανόνας· по \правилоам игры σύμφωνα μέ τούς κανόνες τοῦ παιχνιδιοῦ· нарушать \правило παραβιάζω (или παραβαίνω) τόν κανόνα· соблюдать \правилоа τηρώ τούς κανόνες, συμ-μορφοὔμαι μέ τούς κανόνας· нет \правилоа без исключения ὁ κάθε κανόνας ἔχει ἐξαιρέσεις·2. мат ἡ μέθοδος, ὁ κανών:тройное \правило ἡ μέθοδος τῶν τριῶν3. (принцип) ὁ κανών, ὁ κανόνας, ἡ ἀρχή:взять себе за \правило παίρνω ὡς κανόνα, ἔχω σάν ἄρχή. -
14 приличие
прилич||иес ἡ εὐπρέπεια, ἡ εὐγένεια, ἡ κοσμιότης, ἡ εὐσχημοσύνη:соблюдать \приличиеия τηρῶ τους κανόνες τής εὐπρέπειας· для \приличиеия γιά τους τύπους. -
15 пропорция
пропорц||ияж1. ἡ ἀναλογία, ἡ συμμετρία:соблюдать \пропорцияию τηρώ τίς ἀναλογίες·2. мат ἡ ἀναλογία:арифметическая (геометрическая) \пропорция ἡ ἀριθμητική (γεωμετρική) ἀναλογία. -
16 формальность
формальн||остьж ἡ τ»πικότητα [-ης], ὁ τύπος:соблюдать все \формальностьости τηρῶ ὅλους τους τύπους· э́то пустая \формальностьость εἶναι τύπος χωρίς σημασία. -
17 закон
-а α.1. νόμος•основной закон θεμελιώδης (βασικός) νόμος•
избирательный закон εκλογικός νόμος•
чрезвычайный закон έκτακτος νόμος, έκτακτο μέτρο•
соблюдать -ы τηρώ τους νόμους•
свод -ов συλλογή νόμων, κώδικας•
уголовные -ы ποινικοί νόμοι•
обнародовать -ы δημοσιεύω νόμους•
нарушать -ы παραβιάζω τους νόμους, παρανομώ.
2. αρχή•закон архимеда η αρχή του Αρχιμήδη•
всемирный. закон тяготения ο νόμος της παγκόσμιας έλξης•
закон тяготения ο νόμος της βαρύτητας•
-ы развития природы и общества οι νόμοι εξέλιξης της φύσης και της κοινωνίας•
-ы классовой борьбы οι νόμοι της ταξικής πάλης.
3. κανόνας•-ы правописания οι ορθογραφικοί κανόνες•
-ы шахматной игры κανόνες σκακιού•
-ы приличия κανόνες καλής συμπεριφοράς.
4. παλ. θρησκεία.εκφρ.драконовские ή драконовы -ы – δρακόντειοι, νόμοι•закон божий – τα θρησκευτικά (σχολ. μάθημα)’ моисеев закон οι (δέκα) εντολές του Μωϋσή•ненаписанный закон – άγραφος νόμος•закон не писан (для кого) – δεν τον πιάνει ο νόμος (δεν είναι υ-τοχρεωμένος)•вопреки -а – παρά το νόμο•вне -а – εκτός νόμου•именем -а – εν ονόματι του νόμου•состоять ή жить в -е – ζω με νόμιμο γάμο•буква -а – το γράμμα του νόμου (αντίθετα προς το πνεύμα του νόμου). -
18 нейтралитет
-а α.ουδετερότητα•соблюдать нейтралитет τηρώ ουδετερότητα•
нарушать нейтралитет παραβιάζω την ουδετερότητα•
вооруженный нейтралитет ένοπλη ουδετερότητα.
-
19 очерёдность
-и θ.διαδοχικότητα, η εκτέλεση με τη σειρά• τάξη, σειρά•очерёдность выполнения работ διαδοχικότητα (σειρά) στην εκτέλεση των εργασιών•
соблюдать очерёдность τηρώ τη σειρά•
в -и κατά (με) τη σειρά•
установить очерёдность καθιερώνω (καθορίζω) σειρά•
в порядке -и με τη σειρά.
-
20 очередь
-и, γεν. πλθ. -ей θ.1. σειρά, ακολουθία, διαδοχή τάξη, αράδα γραμμή•соблюдать очередь τηρώ τη σειρά•
в порядке -и με τη σειρά, με την αράδα•
установить очередь καθορίζω, βάζω σειρά•,стать в очередь μπαίνω στη σειρά•
занимать очередь πιάνω σειρά•
каждый в свою очередь καθένας με τη σειρά του.
2. σειρά αναμενόιντων•большая, длинная очередь μεγάλη, μακριά ουρά.
3. (στρατ.) ριπή•пулемётная очередь ριπή πολυβόλου•
автоматная очередь ριπή αυτόματου.
εκφρ.в первую очередь – στην πρώτη γραμμή (σειρά), πριν απ όλα•в свою очередь – με τη σειρά του•быть (стоить) на -и – έχω σειράστον κατάλογο(για λύση ζητήματος)•поставить в очередь – εγγράφω στον κατάλογο, βάζω στη σειρά (για λήψη)•стать на -; стоять на -и – έχω σειρά, είμαι γραμμένος στον κατάλογο.
- 1
- 2